καλοστρατίζω

καλοστρατίζω
1. (μτβ.) οδηγώ κάποιον από βατό, ίσιο δρόμο, τόν κατευθύνω καλά, τόν χειραγωγώ στον ίσιο δρόμο
2. κατευοδώνω κάποιον, τού εύχομαι «καλή στράτα», τόν ξεπροβοδώ, τόν ξεβγάζω
3. μτφ. δίνω σε κάποιον καλή, ηθική κατεύθυνση, τόν προτρέπω στο καλό, τον συγκρατώ στον δρόμο τού θεού
4. (αμτβ.) παίρνω καλή στράτα, πορεύομαι σε ομαλό δρόμο, βαδίζω τον ίσιο δρόμο, τον δρόμο τού θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φρ. (ευχή) καλή στράτα + κατάλ. -ίζω (πρβλ. καλημερ-ίζω, καλωσορ-ίζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλοστρατίζω — καλοστράτισα, καλοστρατισμένος, κάνω κάποιον να ακολουθήσει καλή στράτα, τον οδηγώ στον ίσιο δρόμο: Αυτό το σημάδι μάς καλοστράτισε και φτάσαμε νωρίς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοστράτισμα — το [καλοστρατίζω] 1. το να οδηγεί κανείς κάποιον σε ομαλό δρόμο 2. μτφ. το να ακολουθεί ένας καλό, ηθικό δρόμο 3. μτφ. η ηθική καθοδήγηση, η προτροπή προς τον καλό, τον ενάρετο δρόμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”